- κράτημα
- το (AM κράτημα, Μ και κράτημαν) [κρατώ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κρατώ, το βάσταγμα, το πιάσιμο (α. «μέ κούρασε τόσες ώρες το κράτημα τών βιβλίων» β. «οἱ δὲ περὶ τὸ κράτημα τῆς χειρός», Πρόκλ.)2. αυτό από το οποίο κρατάει κάποιος κάτι, λαβή, χερούλι («πιάσε το μπαούλο από το κράτημα για να τό μεταφέρουμε»)νεοελλ.1. η ιδιότητα τού κάθε αυτοκινήτου να κρατά σταθερούς τους τροχούς του στο έδαφος, ειδικά όταν κινείται με μεγάλη ταχύτητα στις στροφές, η πρόσφυση2. φρ. «κράτημα τών τιμών» — η συγκράτηση τών τιμών, η διατήρηση τών τιμών σε σταθερό ύψοςνεοελλ.-μσν.1. συγκράτηση2. ένα από τα 40 άφωνα σημάδια τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής3. στον πληθ. τα κρατήματαεκκλησιαστικά μέλη τής παπαδικής τα οποία χρησιμοποιούν συλλαβές χωρίς γραμματική σημασία, όπως τερεμέμ, νενενά, πιθανώς κατά μίμηση μουσικών οργάνων, και τα οποία παρατείνουν τις κυρίως συνθέσεις όταν υπάρχει λειτουργικός λόγοςμσν.1. παρακράτηση2. δέσμευση, υποχρέωση3. ιδιοκτησία, κτήμα4. αυτό που αποκτάται από νίκη, το κέρδος, το απόκτημααρχ.1. η συγκράτηση ενός μέλους τού σώματος με επίδεσμο ή με άλλο μέσο2. μτφ. αυτό που κρατείται, δηλ. που δεν δηλώνεται, που αποκρύπτεται στον λόγο, στη φραστική διατύπωση, επομένως το πανούργημα, το σόφισμα που υπάρχει στον λόγο3. γραμμ. (για λέξεις) το παράγωγο.
Dictionary of Greek. 2013.